λεβάνταν, τήν
Ερμηνεία:
[η λεβάντα, της λεβάντας, την λεβάνταν (χωρίς πληθυντικό). Άρωμα ή κολώνια που περιέχει αιθέριο έλαιο ευχάριστης οσμής, που προέχεται από την απόσταξη των φύλλων και των ανθέων του αρωματικού φυτού της Λαβαντίδος ή Λεβάντας]
Ετυμολογία:
[< Lavandula < γαλλ. Lavande < αγγλ. Lavander < ιταλ. Lavanda < lavare (πλένω) < λατιν. Lavare < Ελλην. Λαβαντίς < λεβάντα]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…ὁ μύσταξ του ὁ εὐθυσμένος μὲ λεβάνταν…[ Πάσχα Ρωμέϊκο]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|